- παγανιστής
- (I)ο, θηλ. -ίστρια [παγανίζω]κυνηγός που μετέχει σε παγάνα.————————(II)ο, θηλ. -ίστρια1. οπαδός τού παγανισμού, μη χριστιανός, ενεργό μέλος μιας πολυθεϊστικής κοινότητας, ειδωλολάτρης2. μτφ. άθρησκος και ηδονιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus «ειδωλολάτρης» + κατάλ. -ιστής (βλ. λ. παγανισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.